- χημειοστειρωτικός
- -ή, -ό, Ντο ουδ. ως ουσ. το χημειοστειρωτικό(βιολ.-βιοχ.) κάθε χημική ένωση που χρησιμοποιείται κατά τών βλαβερών ζώων, συνήθως εντόμων, καθώς επιφέρει προσωρινή ή μόνιμη στείρωση τού ενός ή και τών δύο φύλων ή επειδή αποτρέπει την ωρίμαση τών νεαρών ατόμων μέχρι το αναπαραγωγικά λειτουργικό στάδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chemosterilant (< χημειο-* + στειρωτικός)].
Dictionary of Greek. 2013.